Ο Λόγος ως πόρος διαμόρφωσης συλλογικής ταυτότητας εντός Εξεγερσιακών Συλλογικών Δράσεων. Το παράδειγμα του Δεκέμβρη του 2008

Δημήτρης Σεραφής


1.      ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα γεγονότα που ακολούθησαν την δολοφονία του μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στις 6 Δεκέμβρη του 2008, ο «Δεκέμβρης» -όπως καταγράφηκε στην συλλογική μνήμη-  αποτέλεσαν τον αρχικό κρίκο, στην αλυσίδα των συλλογικών δράσεων που αναλήφθησαν μέσα στην διογκούμενη κρίση των τελευταίων ετών.

Η κρίση των κυρίαρχων θεσμών και αξιών που εκδηλώθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, η καθολική αντιπαράθεση των δρώντων με την κυβέρνηση, τις κυρίαρχες ελίτ και τις κρατικές αρχές, η καταστροφή συμβόλων της σύγχρονης κοινωνίας, η παρέμβαση σε κυρίαρχα ΜΜΕ και πολιτιστικούς χώρους ήταν ορισμένες από τις πράξεις που έλαβαν χώρα τον Δεκέμβρη του 2008. Διαμορφώνεται έτσι, ένα κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο, ικανό να αναδιαμορφώνει χρόνια παγιωμένες κοινωνικοπολιτικές τάσεις και αντιλήψεις στην διάρκειά του. Ο «Δεκέμβρης» ταυτόχρονα, αποτέλεσε ένα δημόσιο χώρο που διαμορφώνεται μέσω και των αλλεπάλληλων λεκτικών ανταλλαγών, επιβάλλοντας μας -με αυτό τον τρόπο- την ιδιαίτερη εξέταση της σχέσης «επικοινωνίας – πολιτικού» εντός αυτού του πλαισίου.

Ως εκ τούτου, ο Δεκέμβρης του 2008 αντιμετωπίζεται -στην παρούσα εργασία- ως ένα διαρκώς διαμορφούμενο επικοινωνιακό περιβάλλον[1]. Σαν μια συμβολική κατασκευή του κέντρου της Αθήνας διαμορφωμένη από τα συνθήματα -και τη σύνδεσή τους, πολλές φορές, με τις οπτικές αναπαραστάσεις- που αποτυπώθηκαν από τους δρώντες, σε τοίχους δρόμων από τους οποίους διέρχονταν οι διαδηλώσεις, κυβερνητικών και κρατικών κτηρίων, τραπεζών, μεγάλων εμπορικών καταστημάτων.

Η γλωσσική εκφορά κατέχει κεντρικό ρόλο στην διαμόρφωση αυτής της συμβολικής κατασκευής, διαμορφώνοντας εν τέλει τα χαρακτηριστικά των δρώντων αλλά και του ίδιου του «Δεκέμβρη». Μέσω της γλώσσας  οι δρώντες που αυτοπροσδιορίζονται ποικιλοτρόπως σε σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον, δημιουργούν και αναδεικνύουν μια νέα συλλογική ταυτότητα, συμμετέχουν από κοινού στην δράση μειώνοντας το κόστος και την απειλή ανάληψης μιας τέτοιας συλλογικής δράσης, διαμορφώνουν -μέσω αυτής- νέες συμμαχίες, νομιμοποιώντας τις πράξεις τους και απονομιμοποιώντας τις αντίστοιχες των αντιπάλων, δυνάμεων καταστολής και πολιτικού συστήματος από τους οποίους έχουν οριοθετηθεί. Συνολικά δηλαδή, ισχυριζόμαστε ότι, η γλώσσα αποτελεί κεντρικό στοιχείο[2] που διαμορφώνει τον Δεκέμβρη του 2008 και τα χαρακτηριστικά του. Η συνολική εικόνα του Δεκέμβρη του 2008, αποτυπώνεται και ταυτόχρονα, διαμορφώνεται μέσα από την γλωσσική- λεκτική συμπεριφορά των δρώντων.

Κατά συνέπεια, η λεκτική συμπεριφορά των δρώντων του «Δεκέμβρη», μελετάται και αναλύεται με διεπιστημονική λογική, επιχειρώντας να διαμορφωθεί μια συμβολή σε ένα μεθοδολογικό και αναλυτικό πλαίσιο που θα αντλεί στοιχεία από την γλωσσολογική βιβλιογραφία σχετικά με την κατασκευή ταυτοτήτων σε σύμπλευση με την αντίστοιχη των ταυτοτήτων που διαμορφώνονται εντός των συλλογικών δράσεων και εντάσσονται στο ερευνητικό πεδίο της συγκρουσιακής πολιτικής. Στόχος, μια σύνθεση που να επιτρέπει να μελετηθεί η γλωσσική συμπεριφορά ως συλλογική συμπεριφορά που διαμορφώνεται στα πλαίσια της αλληλεπίδρασης δρώντων εντός μιας συλλογικής κοινωνικοπολιτικής δράσης καθώς και τα παράγωγά της και τις δυνατότητες που αναπτύσσει σχετικά με την έκβαση της τελευταίας.

Το υλικό συγκεντρώνεται σε προσωπικές συλλογές και σε λευκώματα που αναφέρονται στον «Δεκέμβρη». Λόγω του αρκετά μεγάλου μεγέθους του, επιλέγουμε από αυτό με κριτήριο να αποτυπώνονται τα συνθήματα που «σημάδεψαν» την περίοδο λόγω της συχνότητας εμφάνισής τους και αναπαραγωγής τους. Στο Παράρτημα που ακολουθεί στο τέλος της εργασίας, περιέχονται όλες οι εικόνες που αποτυπώνουν τα συνθήματα που αναλύονται στην παρούσα εργασία.

Η μελέτη του υπό ανάλυση υλικού γίνεται υπό το επιστημολογικό πρίσμα της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου (Critical Discourse Analysis), που επιχειρεί να συνδέσει τον παραγόμενο ανά περίσταση λόγο, με το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται καθώς επίσης και με τις έννοιες τις ιδεολογίας και της εξουσίας.

2.      ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Στην απόπειρα να τεθεί ένα θεωρητικό πλαίσιο υπό το οποίο θα προσεγγιστεί η γλώσσα ως κεντρικό στοιχείο διαμόρφωσης του Δεκέμβρη του 2008, κρίνεται αναγκαία η συνοπτική παρουσίαση της συλλογιστικής που θα αναπτυχθεί και συνδέει την γλώσσα με την κατασκευή ταυτοτήτων από την μεριά των δρώντων εντός μιας συλλογικής συγκρουσιακής δράσης.

Ο βασικός ισχυρισμός εν προκειμένω είναι ότι μέσω της γλωσσικής έκφρασης στα πλαίσια του Δεκέμβρη του 2008, οι δρώντες κατασκευάζουν μια συλλογική ταυτότητα η οποία τους «επιτρέπει» να ενταχθούν στην δράση, να βρουν κοινά σημεία και να διαμορφώσουν συμμαχίες με άλλους δρώντες[3], να οριοθετήσουν τους αντιπάλους τους, να υπερβούν το κόστος που έχει μια ανάληψη συλλογικής δράσης και να θεωρήσουν εφικτή την επιτυχή έκβαση της. Με αυτό τον τρόπο η γλωσσική έκφραση καθίσταται κεντρικό στοιχείο στην διαμόρφωση της εξεγερσιακής συλλογικής δράσης[4] του Δεκέμβρη του 2008.

2.1  ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Στα χρόνια που προηγήθηκαν, ένας από τους πλέον ανεπτυγμένους τομείς ανάλυσης στο πεδίο των κοινωνικών κινημάτων, των συλλογικών δράσεων και της συγκρουσιακής πολιτικής, αποτέλεσε η ταυτότητα[5].

Η ταυτότητα γίνεται αντιληπτή ως διαδικασία μέσω της οποίας άτομα ή/και συλλογικοί δρώντες, σε διάδραση με άλλους κοινωνικούς δρώντες, αποδίδουν συγκεκριμένη σημασία στα χαρακτηριστικά τους, στα συμβάντα της ζωής τους και στα συστήματα κοινωνικών σχέσεων στα οποία βρίσκονται ενθυλακωμένοι (Della Porta & Diani, 2010).

Αποτελεί κατά συνέπεια, μια συμβολική κατασκευή των κοινωνικών δρώντων που πραγματοποιείται στα πλαίσια των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων και κατά την οποία λαμβάνονται υπόψιν παράμετροι όπως αυτές της κοινωνικής περίστασης, του ρόλου του δρώντα εντός αυτής αλλά και γενικότερα εντός του κοινωνικοπολιτικού σχηματισμού καθώς επίσης και τα προϋπάρχοντα κοινωνικά, πολιτισμικά και ιδεολογικά πρότυπα.

Η ταυτότητα, ως παράγωγο κοινωνικής αλληλεπίδρασης, αποκτά νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά όσον αφορά την διαμόρφωση και ανάδειξή της στα πλαίσια μιας εξεγερσιακής συγκρουσιακής δράσης, όπως αυτή του Δεκέμβρη του 2008. Ακολουθεί την ίδια χρονική διάρκεια με αυτή της κοινωνικής περίστασης στην οποία εμφανίζεται. Είναι δηλαδή αναλόγως σύντομη με τον «Δεκέμβρη». Ακολουθεί την ίδια ταχύτητα αναπροσαρμογής και αναδιαμόρφωσης με αυτή των γεγονότων που συμβαίνουν κατά την διάρκεια της κοινωνικής περίστασης που εξετάζεται. Είναι δηλαδή διαρκώς μεταβαλλόμενη κατά τη διάρκεια του «Δεκέμβρη».

Σε σύντομη χρονική διάρκεια, πολλοί δρώντες από διαφορετικές αφετηρίες, με διαφορετικές καταβολές και αναπαραστάσεις, αντιλαμβάνονται με σχετικά ενιαίο τρόπο το συμβάν της 6ης Δεκέμβρη ως δολοφονία ή -στην πιο « εκλεπτυσμένη» εκδοχή -ως μια ακραία κατασταλτική πράξη- ωμή παραβίαση των αρμοδιοτήτων της αστυνομίας[6]. Επιπλέον, άνθρωποι που έζησαν την παρελθούσα περίοδο των μεγάλων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, παρατηρούσαν για πρώτη φορά, κεκτημένα δικαιώματά τους να αμφισβητούνται και τους όρους ζωής τους να μεταβάλλονται προς το χειρότερο εν όψει της κρίσης που λίγο πριν είχε κάνει την εμφάνισή της με την κατάρρευση της Lehman Brothers στις ΗΠΑ.

Ως εκ τούτου, ο «Δεκέμβρης» αποτελεί το πεδίο εκείνο εντός του οποίου, αναπλαισιώνονται για σύντομο χρονικό διάστημα παγιωμένες ταυτότητες πολλαπλών και ποικίλων ατόμων και κοινωνικών ομάδων. Οι ταυτότητες που γεννιούνται στην δεδομένη περίοδο και κοινωνική περίσταση επιτρέπουν στους παραπάνω δρώντες, να εμφανιστούν με μαζικό και σχετικά ενιαίο τρόπο στην σκηνή της συλλογικής δράσης[7].

Όπως αναφέρεται από τους Della Porta & Diani (2010: 184), η ταύτιση με ένα κίνημα δεν σημαίνει κατ’ανάγκη ότι όλα τα μέλη του συμμερίζονται μια συστηματική και συνεκτική κοσμοθεωρία, ούτε και αποκλείει την ύπαρξη παρόμοιων αισθημάτων και για άλλες ομάδες και κινήματα. Οι ποικίλες ταυτότητες των ατόμων και των ομάδων που συγκλίνουν στην δράση της δεδομένης περιόδου αποτελούν συνεπώς αντανάκλαση, του μίνιμουμ επιπέδου συμφωνίας και αναγνώρισης ανάμεσα στους δρώντες που, όπως αναφέρει ο Melucci (1995: 48), πρέπει τουλάχιστον να υπάρξει για να υπάρξει και δράση. Η αντανάκλαση αυτού του μίνιμουμ επιπέδου συμφωνίας μεταξύ των δρώντων, αποτελεί και την συλλογική ταυτότητα που κατασκευάζεται και αναδεικνύεται κατά την περίοδο του Δεκέμβρη του 2008. Αποτελεί μια σύγκλιση επιμέρους ταυτοτήτων και διαμορφώνει ένα συλλογικό υποκείμενο που βρίσκει κοινά σημεία και αναπτύσσει δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ του.

Σύμφωνα πάλι με τον Melucci (1996: 67), η συλλογική ταυτότητα γίνεται αντιληπτή ως μια διαδραστική διαδικασία μέσω της οποίας διάφορα άτομα ή ομάδες ορίζουν το νόημα της δράσης και το πεδίο των ευκαιριών και περιορισμών για μια τέτοια δράση. Η συλλογική ταυτότητα του «Δεκέμβρη» που κατακτάται από τους μετέχοντες σε αυτόν δίνει την δυνατότητα -νοηματοδοτώντας την δράση τους- να καταδικάσουν την αστυνομική καταστολή και δολοφονία και ταυτόχρονα να αμφισβητήσουν το σύνολο των θεσμών και φορέων που οδηγεί στην επιδείνωση των όρων της ζωής τους. 

Επιπρόσθετα, μέσω της παραπάνω διαδικασίας το συλλογικό υποκείμενο της περιόδου, καταφέρνει να οργανώνεται και να οριοθετείται απέναντι στους αντίπαλους που θέτει: τους επίσημους πολιτικούς φορείς, τις κρατικές δυνάμεις, και τους κυρίαρχους εκφραστές της σύγχρονης κοινωνίας (τράπεζες, μεγάλες επιχειρήσεις, μεγάλα συγκροτήματα Τύπου). Η ταυτότητα λειτουργεί ως οργανωτική αρχή σε σχέση με την ατομική και συλλογική εμπειρία, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν οι Della Porta & Diani (2010: 176).

Η τελευταία αυτή επισήμανση είναι εξαιρετικά σημαντική στην περίπτωση του Δεκέμβρη του 2008, αν λάβουμε υπόψιν το γεγονός ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρξε μια συγκροτημένη πολιτική οργάνωση που να αποτελεί την αφετηρία του ξεσπάσματος και την πολιτική και οργανωτική αρχή, που ενοποιεί τους δρώντες και διαμορφώνει μια τακτική αντιπαράθεσης με τους αντιπάλους.

2.2  Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΜΕΣΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΩΝ

Η μελέτη της κατασκευής ταυτοτήτων αποτελεί ραγδαίως αναπτυσσόμενο πεδίο μελέτης και στη γλωσσολογική θεωρία και βιβλιογραφία[8].

Όπως αναφέρουν οι Bucholtz & Hall (2004: 377), η γλώσσα, μαζί με άλλες κοινωνικές πρακτικές, διαμορφώνει τον τρόπο που ο δρών βλέπει τον κόσμο. Η γλώσσα ως το κυριότερο μέσο επικοινωνίας αποτελεί μια από τις βασικές πρακτικές κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Η γλώσσα κατά συνέπεια, μέσω των ποικίλων νοημάτων και υπονοημάτων που φέρει, καθίσταται μια από της βασικές διαδικασίες αυτοπροσδιορισμού του ατόμου εντός του κοινωνικού περιβάλλοντός, ικανή να μεταβάλλει το άτομο ή την ομάδα, την τοποθέτηση τους εντός του κοινωνικού περιβάλλοντος αλλά και το ίδιο το περιβάλλον. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν οι Αρχάκης & Τσάκωνα (2011: 25), οι ταυτότητες και οι κατασκευές τους βρίσκονται στην καρδιά του φαινομένου γλώσσα.

Μέσω της γλωσσικής χρήσης, το άτομο ή η ομάδα εισέρχονται σε μια κοινωνική –ή καλύτερα, επικοινωνιακή περίσταση- αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις που οικοδομούνται (κατασκευάζουν δηλαδή την ταυτότητά τους), διαμορφώνουν σχέσεις, αλληλεπιδρούν και μεταβάλλουν κατ’ επέκταση την περίσταση επικοινωνίας αλλά και το περιβάλλον που έχει ήδη διαμορφωθεί.

Εν προκειμένω, οι δρώντες στα πλαίσια του Δεκέμβρη του 2008, εισέρχονται στην «επικοινωνιακή περίσταση – Δεκέμβρης» πραγματοποιώντας αλλεπάλληλες λεκτικές διατυπώσεις και ανταλλαγές οι οποίες αφενός διαμορφώνουν την ταυτότητα που κατασκευάζουν εντασσόμενοι σε αυτή την επικοινωνιακή περίσταση, αφετέρου, μέσω της παραπάνω κατασκευής διαμορφώνουν σχέσεις αλληλεγγύης με άτομα ή ομάδες που μοιράζονται κοινές πεποιθήσεις και στόχους και από την άλλη, οριοθετούνται σε σχέση με τους αντιπάλους τους.

Η ταυτότητα[9], που σύμφωνα με τις  Bucholtz & Hall (2005: 586) αποτελεί την κοινωνική τοποθέτηση του «εαυτού μας» και του «άλλου», οριοθετεί στην συγκεκριμένη περίσταση, τα «στρατόπεδα» που αντιπαρατίθενται στα πλαίσια του διαμορφούμενου επικοινωνιακού περιβάλλοντος – «Δεκέμβρης»[10].  Οι δρώντες αναλαμβάνουν δράση στο όνομα των ταυτοτήτων ενώ ταυτόχρονα, ορίζουν τις σχέσεις με τους άλλους, όπως αναφέρουν οι Mc Adam, Tarrow & Tilly (2004: 137). Η γλώσσα καθίσταται έτσι το μέσο κατασκευής ταυτότητας αλλά και οριοθέτησης από άλλες εχθρικές. Καθίσταται το μέσο –ή καλύτερα, ένα από τα μέσα- διαμόρφωσης της αντιπαράθεσης.

Η γλώσσα, παράλληλα, στα πλαίσια μιας εξεγερσιακής συλλογικής δράσης όπως αυτή του Δεκέμβρη του 2008[11], αποτελεί και το μέσο που υποβοηθά την ενδυνάμωση των δεσμών αλληλεγγύης μεταξύ των δρώντων. Οι δρώντες αναγνωρίζουν εκατέρωθεν κοινά χαρακτηριστικά και στόχους μέσω της γλωσσικής πρακτικής. Ενδυναμώνεται έτσι μια αίσθηση του «εμείς» και ταυτόχρονα, μια αίσθηση «δικαίωσης των πόθων» της συλλογικής δράσης που διεξάγουν. Έτσι, η λεκτική ικανότητα είναι ένας από τους πόρους που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να μειωθεί η απειλή και να μεγιστοποιήσει τα οφέλη της δράσης, όπως επισημαίνει ο Melucci (1996: 352).

Συνοψίζοντας, η κατασκευή ταυτότητας, ως διαδικασία κοινωνικού αυτοπροσδιορισμού ατόμων ή ομάδων καθίσταται σύντομη και διαρκώς μεταβαλλόμενη εντός εξεγερσιακών συγκρουσιακών δράσεων, όπως στην περίπτωση του Δεκέμβρη του 2008. Τα άτομα και οι ομάδες που συμμετέχουν σε αυτές διαμορφώνουν μια μίνιμουμ σύγκλιση των πολλαπλών ταυτοτήτων τους διαμορφώνοντας μια συλλογική ταυτότητα που ενώνει τα πολλαπλά υποκείμενα δράσης -που προσδιορίζουν εαυτούς εντός του «Δεκέμβρη»- σε ένα συλλογικό, λειτουργώντας ταυτόχρονα και ως οργανωτική αρχή ελλείψει συμβατικών οργανωτικών πόρων (συνδικάτα, οργανώσεις, κόμματα).

Η γλωσσική χρήση, ως διαδικασία κοινωνικής αλληλεπίδρασης, κατέχει κεντρικό ρόλο στην παραπάνω διαδικασία. Διαμορφώνει το άτομο ή την ομάδα και την άποψή τους για τον κόσμο. Αποτελεί συνεπώς το «υλικό» κατασκευής ταυτοτήτων και, κατά συνέπεια, έναν από τους πόρους που αντλούνται από τους δρώντες κατά –και για- την ένταξή τους στη συλλογική δράση. Μέσω αυτής οριοθετούνται εκείνοι που λεκτικά διατυπώνουν τους ίδιους στόχους από τους αντιπάλους τους και ενδυναμώνεται η αίσθηση συλλογικότητας και αλληλεγγύης αλλά και οι ελπίδες για την επιτυχή έκβαση της μάχης. Διαμορφώνει ως εκ τούτου τους δρώντες, τις σχέσεις τους αλλά και τα χαρακτηριστικά της συλλογικής δράσης.


3.      ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το μεθοδολογικό πλαίσιο υπό το οποίο αναπτύσσουμε τους κανόνες ανάλυσης του υλικού αποτελεί η προσέγγιση της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου (Critical Discourse Analysis). Όπως αναφέρουν οι Fairclough & Wodak (1989), η Κριτική Ανάλυση Λόγου αντιλαμβάνεται τον λόγο –την γλωσσική χρήση σε ομιλία και γραφή- σαν μια μορφή «κοινωνικής πρακτικής» που συνδέεται άμεσα με τις έννοιες της εξουσίας και τυης ιδεολογίας. Στόχος της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου, να κάνει εμφανείς αυτές τις συνδέσεις λόγου, ιδεολογίας και εξουσίας.

Επιπρόσθετα, η Κριτική Ανάλυση Λόγου δεν βλέπει τον εαυτό της ως μια απαθή και αντικειμενική κοινωνική επιστήμη αλλά σαν συμμετέχουσα και δεσμευμένη. Είναι ένα είδος παρέμβασης στην κοινωνική πρακτική και τις κοινωνικές σχέσεις (Fairclough & Wodak, 1989: 258-59).

Με αυτό, ισχυριζόμαστε ότι προφανώς και θα υπάρξουν αναλυτικές αρχές οι οποίες θα υπηρετηθούν με συνέπεια για την ανάδειξη των ερευνητικών ισχυρισμών μας. Ισχυριζόμαστε ταυτόχρονα όμως ότι, η κριτική εμπλοκή και μελέτη –και ειδικότερα η ανάλυση- του λόγου, σε άμεση σύνδεση το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον εκφοράς του και με τις έννοιες της ιδεολογίας και της εξουσίας, ενέχει την υποκειμενική κρίση του ερευνητή, την οποία οφείλει να αναγνωρίσει ο ίδιος, να την αντιμετωπίσει, να την κάνει γνωστή στον αναγνώστη και σε καμία περίπτωση να μην την αποκρύπτει με την επίφαση της «αντικειμενικότητας».


4.      Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Όπως εισαγωγικά αναφέρθηκε, το προς ανάλυση υλικό συγκεντρώνεται σε λευκώματα αφιερωμένα στις δράσεις του Δεκέμβρη του 2008 και σε προσωπικές συλλογές. Πιο συγκεκριμένα, τα δύο λευκώματα από τα οποία αντλείται υλικό είναι αυτά των Άρη Χατζηστεφάνου «Δεκέμβρης ΄08: Ιστορία Ερχόμαστε…Κοίτα τον Ουρανό» και Μελίνας Χαριτάτου – Συνοδινού «Στάχτη και... Burberry». Η προσωπική συλλογή φωτογραφιών ανήκει στην Ευανθία Πιτσιόλου, προπτυχιακή φοιτήτρια του Τμήματος Επικοινωνίας Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου τον Δεκέμβρη του 2008, την οποία μου παραχώρησε και την ευχαριστώ θερμά[12].

Το υλικό που αναλύεται στην παρούσα εργασία, αποτελεί μια επιλογή από φωτογραφίες συνθημάτων που γράφτηκαν σε τοίχους του κέντρου της Αθήνας, χώρου στον οποίο διεξήχθησαν οι περισσότερες δράσεις του «Δεκέμβρη» και αναπτύχθηκαν συνολικά τα χαρακτηριστικά της εξεγερσιακής συλλογικής δράσης.

Η επιλογή γίνεται με κριτήριο να αποτυπώνονται τα συνθήματα που  «σημάδεψαν» την συγκεκριμένη περίοδο το κέντρο της Αθήνας, λόγω της συχνότητας εμφάνισης τους και αναπαραγωγής τους (όπως προηγουμένως αναφέρθηκε) και ταυτόχρονα αποτέλεσαν την μίνιμουμ συμφωνία, τη συλλογική ταυτότητα που ενεργοποιούσε όλους τους μεμονωμένους δρώντες, όλες τις διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές ομάδες.

Για τον λόγο αυτό δεν περιλαμβάνονται στο υλικό αφενός, συνθήματα οργανώσεων ή πολιτικών ομάδων, που αποτελούν πιο συνειδητά υποκείμενα δράσης στα πλαίσια του Δεκέμβρη του 2008, με πολιτική συμφωνία και εκ των προτέρων συμφωνημένη γλωσσική έκφραση[13]. Αφετέρου, δεν συμπεριλαμβάνονται συνθήματα που εμφανίστηκαν μεμονωμένα, είτε σε γειτονιές της Αθήνας ή σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.

Στόχος να αποτυπωθεί η -σε ένα βαθμό- αυθόρμητη γλωσσική εκφορά των δρώντων που οδηγεί στην κατασκευή και εμφάνιση της συλλογικής ταυτότητας του Δεκέμβρη του 2008.


5.      Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Προσεγγίζοντας με αναλυτικούς κανόνες το υλικό -βάσει των θεωρητικών και μεθοδολογικών προκείμενων που τέθηκαν- αξιοποιούμε το υπόδειγμα του Halliday (1973) σχετικά με το σύστημα της μεταβατικότητας (transitivity) για την σύνδεση μεταξύ των γλωσσικών επιλογών και της αντίστοιχης λειτουργίας τους στο σημασιολογικό επίπεδο[14]. Το σύστημα της μεταβατικότητας, όπως αναφέρουν οι Αρχάκης και Κονδύλη (2011: 98), αφορά τις διαδικασίες (ρηματικά σύνολα), τους δράστες και τα αντικείμενα (ονοματικά σύνολα), τα στοιχεία της εξωγλωσσικής περίστασης (προθετικές φράσεις τόπου, χρόνου, τρόπου κ.λ.π.) και τη χρήση τους για ποικίλες σημασιολογικές αναπαραστάσεις.

Τα γλωσσικά στοιχεία στα οποία εστιάζουμε εν προκειμένω είναι: α) στο επίπεδο της λέξης, ονοματικοί και επιθετικοί προσδιορισμοί που διαμορφώνουν αξιολογικούς νοηματικούς χαρακτηρισμούς, ρηματικοί τύποι που δηλώνουν πράξεις αντίστοιχου αξιολογικού νοηματικού περιεχομένου, μετωνυμίες και μεταφορές β) στο φραστικό επίπεδο, την σύνδεση μεταξύ υποκειμένου- κατηγορήματος, το ποιος κάνει τι σε ποιόν;

Στο πρώτο επίπεδο της λέξης οι ονοματικοί και επιθετικοί προσδιορισμοί που χρησιμοποιούνται κυρίως επιστρατεύονται για να προσδώσουν μη αμφισβητήσιμους, αρνητικούς αξιολογικούς χαρακτηρισμούς σε αυτούς που οι δρώντες προσδιορίζουν ως αντιπάλους της δράσης τους. Η γλωσσική χρήση στην προκειμένη περίπτωση λειτουργεί για να χαρακτηρίσει αρνητικά τον αντίπαλο, οριοθετώντας τους μετέχοντες στην δράση εναντίον του «κακού άλλου».

Η αστυνομία (Εικόνα 1)αφενός  χαρακτηρίζεται συλλογικά ως σώμα, αρνητικά με τον υποτιμητικό χαρακτηρισμό «ΜΠΑΤΣΟΙ» που χρησιμοποιείται ευρέως για να χαρακτηρίσει την κατασταλτική δράση της αστυνομίας. Αφετέρου απανθρωποποιείται μέσω του τύπου «ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ» και συνδέεται άμεσα με ζωώδη ένστικτα. Τέλος, αποδίδεται σε αυτήν εγκληματική δράση και χαρακτηρισμός μέσω της επιλογής «ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ». Το τραπεζικό σύστημα (Εικόνα 2) συνδέεται νοηματικά με την εκτέλεση θανατικών ποινών μέσω των ονοματικών τύπων «ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΔΗΜΙΟΙ». Οι τράπεζες καθίστανται υπεύθυνες για την χειροτέρευση των όρων ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας και χαρακτηρίζονται με τον αντίστοιχο ονοματικό προσδιορισμό επιτείνοντας με δραματικό τρόπο τον αρνητικό κοινωνικό τους ρόλο. Ο χαρακτηρισμός «ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ» (Εικόνα 3) αποδίδεται συνολικά στους κυρίαρχους εκφραστές του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, τράπεζες, πολιτικό σύστημα, οι οποίοι καθίστανται νοηματικά ως οι αυτουργοί της δολοφονίας του μαθητή[15].

Ιδιαίτερα σημαντική, σε αυτό το πρώτο επίπεδο, είναι και η σύνδεση των οπτικών και γλωσσικών στοιχείων. Σύμφωνα με τους Kress & van Leeuwen (1998: 187), η γλώσσα μπορεί να παραμένει κυρίαρχη με το οπτικό στοιχείο να συμπληρώνει, να υπογραμμίζει σημαντικά σημεία και να δίνει έμφαση σε δομικές συνδέσεις τους. Η τότε κυβέρνηση της ΝΔ μαζί με την αστυνομία χαρακτηρίζονται ως ναζί –μέσω της οπτικής αναπαράστασης του αγκυλωτού σταυρού, σύμβολο του ναζιστικού καθεστώτος-. Αποδίδονται και στους δύο φασιστικές αντιλήψεις και πρακτικές που αντιβαίνουν στο κοινωνικά πλειοψηφικό δημοκρατικό αίσθημα, στην παρακάτω συμβολική εξίσωση.
Εικόνα 4: προσωπική συλλογή

Μεταβαίνοντας στο δεύτερο, φραστικό επίπεδο[16] για την ανάλυση της σύνδεσης μεταξύ διαδικασιών -που ορίζονται από τα ρηματικά σύνολα-, δραστών και αντικειμένων -που ορίζονται μέσω των ονοματικών προσδιορισμών- η γλωσσική χρήση των δρώντων, κυρίαρχα στρέφεται προς την απόδοση της ευθύνης για την δολοφονία στην αστυνομία, στο κράτος και το πολιτικό και οικονομικό σύστημα.
Η φράση «Ο ΠΡΩΤΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΗΣ» (Εικόνα 5) διατυπώνει τον, κατά τη γνώμη των δρώντων ρόλο της αστυνομίας στα πλαίσια του κοινωνικού σχηματισμού. Διατυπώνεται ρητά ότι η αστυνομία που κατέχει τον ρόλο του δράστη μέσω του ονοματικού συνόλου «Ο ΠΡΩΤΟΣ ΣΤΟΧΟΣ» -και της σύνδεσης με το αντίστοιχο ονοματικό σύνολο που δηλώνει κτήση «ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ»- είναι κατασταλτική δύναμη εναντίον των πολιτών και όχι σώμα περιφρούρησης τους απέναντι σε εγληματικές εις βάρος τους ενέργειες. Το συνδετικό ρήμα «ΕΙΝΑΙ» μας παρέχει αυτή τη νοηματοδότηση.
Το πανό με το σύνθημα «ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ» (Εικόνα 6), αποδίδει ευθέως, μερίδιο της ευθύνης για την πράξη της δολοφονίας στο κράτος. Το κράτος, από θεσμός διασφάλισης του «κοινού καλού» και της κοινωνικής συνοχής, όπως έχει κατοχυρωθεί πλειοψηφικά στις δυτικές κοινωνίες, μετατρέπεται σε υποκείμενο που διαπράττει φόνο.
Το πολιτικό σύστημα και η ισχύουσα αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία τίθεται επίσης στο στόχαστρο. Μέσω του  συνθήματος «Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ!» (Εικόνα 7), το πολιτικό σύστημα που υποστηρίζει το συγκεκριμένο μοντέλο αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας καθίσταται υπεύθυνο για την δολοφονία του μαθητή αλλά και αν γένει. Η κτητική αντωνυμία «ΤΟΥΣ» διαμορφώνει και μια αντίθεση με την δημοκρατία των δρώντων που άρρητα υπονοείται[17].

Οι κυρίαρχες οικονομικές ελίτ αποτελούν το επιπλέον κομμάτι του πάζλ με το οποίο αντιτίθενται οι δρώντες. «ΛΗΣΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΑΠΙΤΑΛΗΣΤΕΣ» (Εικόνα 8) γράφεται μπροστά από την είσοδο τράπεζας στο κέντρο της Αθήνας, με την παράνομη πράξη της ληστείας να αποδίζεται συνολικά στο υφιστάμενο οικονομικό σύστημα. Η συνειδητή ανορθόγραφη αποτύπωση «ΚΑΠΙΤΑΛΗΣΤΕΣ» αποτελεί το νέο γλωσσικό τύπο που ενοποιεί μορφικά την παράνομη και αξιολογικά αρνητική πράξη της ληστείας με τον καπιταλισμό.

Τέλος ο συνδυασμός της φράσης «Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ» με την εικόνα του δολοφονημένου μαθητή στο επάνω μέρος της και μάλιστα με ένα φωτοστέφανο, σημάδι της αθωότητας του πάνω από το πρόσωπό του (Εικόνα 9), διαμορφώνει μια αρνητική νοηματική απόδοση της Ελλάδας που αναλαμβάνει τον ρόλο υποκειμένου σε πράξη κοινωνικού κανιβαλισμού («ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ»). Οι νοηματικοί συνδετικοί δείκτες που διαμορφώνονται σε σύνδεση με τα αρνητικά χαρακτηρισμένα υποκείμενα «ΚΡΑΤΟΣ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΚΑΠΙΤΑΛΗΣΤΕΣ» και τις αντίστοιχου περιεχομένου ρηματικές ενέργειές τους, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για χαρακτηρισμό της αρνητικής πλευράς της χώρας. Αυτής που περιλαμβάνει τους κυρίαρχους θεσμικούς δρώντες που μόλις αναφέραμε, στον αντίποδα της οποίας διαμορφώνεται μια άλλη «πατρίδα» από τους δρώντες στα πλαίσια της εξεγερσιακής συλλογικής δράσης.

Συνοπτικά, τα ρήματα που ρητά δηλώνουν αρνητική δράση/ διαδικασία «δολοφονώ, σκοτώνω, τρώω (παιδιά)», έχουν ως υποκείμενο/ δράστη, τους πολιτικούς θεσμούς, το σύστημα δημοκρατίας, το οικονομικό υπόβαρό τους (κράτος, κοινοβουλευτική δημοκρατία, καπιταλιστές) και στο σύνολό τους διαμορφώνουν μια άσχημη πατρίδα.

Μέσω της σύνδεσης δράστη και ρηματικής δράσης, το κράτος –και μέσω αυτού και η κυβέρνηση- το πολιτικό σύστημα –μέσω της ισχύουσας αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας- τίθενται στο αντίπαλο στρατόπεδο από αυτό των δρώντων του «Δεκέμβρη», αποτελούν ένα σύνολο με την αστυνομία (που προηγουμένως της έχουν αποδοθεί κατασταλτικές και δολοφονικές τάσεις).

Συνολικά η αντιπαράθεση -που διαμορφώνεται και ταυτόχρονα αποτυπώνεται μέσω της γλωσσικής επιτέλεσης- ξεφεύγει από την καταδίκη απλά και μόνο της δολοφονίας του μαθητή και η συλλογική ταυτότητα των δρώντων -η μίνιμουμ συμφωνία δράσης- αναδιαμορφώνεται, οι δρώντες οριοθετούνται μέσω της συλλογικής ταυτότητας στην οποία γλωσσικά ενοποιούνται και αντιπαρατίθενται συνολικά με το κράτος, τους κυρίαρχους πολιτικούς φορείς σε συνδυασμό με τα όργανα καταστολής, το τραπεζικό σύστημα και τις οικονομικές ελίτ.

Ταυτόχρονα οι δρώντες, σε αυτό το φραστικό επίπεδο, πέρα από την οριοθέτησή τους απέναντι στους αντιπάλους τους, αυτοπροσδιορίζουν τους ίδιους και την δράση τους, δηλώνουν τους στόχους της δράσης τους, αναπτύσσουν δεσμούς αλληλεγγύης με θεατές του «Δεκέμβρη». Συνολικά επιχειρούν την νομιμοποίηση της δράσης τους και την ενίσχυση της εσωτερικής συνοχής τους.

Με την μετωνυμική χρήση του «ΤΟ ΑΙΜΑ ΚΥΛΑΕΙ», δηλώνεται ο νεκρός μαθητής που άρρητα υπονοείται ότι παραμένει ζωντανός στην μνήμη όσον αναλαμβάνουν δράση με την αφορμή της δολοφονίας του. Ο συνδυασμός σε διαφραστικό επίπεδο με την φράση «ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΖΗΤΑΕΙ» στα πλαίσια του συνολικού συνθήματος «ΤΟ ΑΙΜΑ ΚΥΛΑΕΙ ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΖΗΤΑΕΙ» (Εικόνα 10), δηλώνει την ανάγκη των δρώντων να εκδικηθούν στο όνομα του νεκρού μαθητή, με την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων.

Η συγκεκριμένη λεκτική αναφορά συνδέει τους δρώντες του Δεκέμβρη του 2008 με μια άλλη συλλογική δράση του παρελθόντος. Αυτή που αναλήφθηκε μετά την δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα στην Πάτρα το 1991, από ακροδεξιές οργανώσεις. Η νοηματική σύνδεση που επιχειρείται μέσω της συγκεκριμένης αναφοράς δίνει μια αίσθηση κινηματικής συνέχειας στους δρώντες, αναπτύσει δεσμούς με μεγάλες εξάρσεις της κινηματικής δράσης στην Ελλάδα που στόχο είχαν να αποκαταστήσουν άδικες κρατικές και παρακρατικές δολοφονίες. Ενισχύει την εσωτερική συνοχή της δράσης στο όνομα του αιτήματος για δικαιοσύνη.

Η αναφορά στον νεκρό μαθητή μέσω του επιφωνήματος «ΑΛΕΞΗ ΖΕΙΣ» (Εικόνα 11), με την ταυτόχρονη παρουσία του ρήματος που ρητά δηλώνει ότι ο νεκρός βρίσκεται στη ζωή, ενισχύει την στοχοθεσία για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης και παράλληλα την συνοχή των δρώντων καθώς επιχειρείται η νοητική ενσωμάτωση του νεκρού στον αγώνα για την τιμωρία των ενόχων της δολοφονίας του. Η φράση «ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ» (Εικόνα 12) υποδηλώνουν ότι η συλλογική δράση που αναλαμβάνεται, είναι αφιερωμένη στην μνήμη του δολοφονημένου 15χρονου μαθητή, ο οποίος νοητικά έχει ενσωματωθεί στην δράση. Ο συνδυασμός με την φραστική ενότητα «Η ΔΡΑΣΗ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ» (Εικόνα 13) δηλώνει ρητά ότι ο βέλτιστος τρόπος πένθους είναι η συλλογική δράση που έχει αναληφθεί και κατέχει το ρόλο του υποκειμένου της φράσης. «Η ΔΡΑΣΗ» μάλιστα, καθίσταται και ο τρόπος αντικατάστασης της λύπης, που νοηματοδοτείται μέσω του ονόματος «ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ» -που μπορεί να ενέχει και την παθητική αδράνεια του πένθους- και καθοδηγεί το πέρασμα -μέσω του ρήματος «ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑ»- στην ενέργεια για την αποκατάσταση της αδικίας και την θύμηση του νεκρού μέσω αυτής.

Οι τρείς παραπάνω φραστικές ενότητες λειτουργούν υπέρ της παροχής ενός πρότυπου νοήματος και ενός ισχυρού ιδανικού στην δράση –αυτό της αποκατάστασης της δικαιοσύνης και της θύμησης του δολοφονημένου αθώου μαθητή- ενισχύοντας την εσωτερική συνοχή του συλλογικού σώματος που αναλαμβάνει δράση στο όνομα των παραπάνω ιδανικών.
Η φράση «Ο ΚΑΝΑΠΕΣ ΣΟΥ Η ΣΥΝΕΝΟΧΗ ΣΟΥ» (Εικόνα 14) απευθύνεται στους παρατηρητές του Δεκέμβρη. Επιχειρείται μέσω αυτής αρχικά να διαμορφωθεί μια αντίθεση ανάμεσα στην συλλογική δράση που έχει αναληφθεί με την ατομική στάση απάθειας απέναντι στην δολοφονία του μαθητή. Μέσω αυτής της διάκρισης επιχειρείται να μετατραπούν οι παρατηρητές της εξεγερσιακής συλλογικής δράσης σε ενεργούς υποστηρικτές αυτής. Η μετωνυμική χρήση του ονοματικού συνόλου «Ο ΚΑΝΑΠΕΣ ΣΟΥ» υποδηλώνει την απάθεια και η σύνδεσή τους μέσω του υπονοούμενου ρήματος «(ΕΙΝΑΙ)» το συνδέει άμεσα με την ρητή αξιολογική κρίση που δηλώνεται με το ονοματικό σύνολο «Η ΣΥΝΕΝΟΧΗ ΣΟΥ» ταυτίζοντας νοηματικά την αδράνεια με την συνενοχή. Χαρακτηριστική είναι επίσης η χρήση των κτητικών αντωνυμιών σε ενικό χρόνο «ΣΟΥ» υποδηλώνοντας μια ατομική στάση σε διάκριση με την συλλογική δράση που διαδραματίζεται.

Το ρηματικό σύνολο «ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ» (Εικόνα 15) αναδεικνύει την ανάγκη για ταυτόχρονη καταδίκη της δολοφονίας και απόρριψη του δυσοίωνου μέλλοντος που έρχεται ενόψει της κρίσης. Την διεκδίκηση συνολικά μιας καλύτερης ζωής. Όπως αναφέρει ο Melucci (1996: 74), οι κοινωνικοί δρώντες εισέρχονται στην μάχη για να επιβεβαιώσουν την ταυτότητα που ο αντίπαλος τους έχει αρνηθεί, να επανοικειοποιηθεί κάτι που τους ανήκει επειδή είναι ικανοί να αναγνωρίζουν ως δικό τους. Η συλλογική δράση που αναλαμβάνεται στο όνομα μια καλύτερης ζωής που τους έχουν αρνηθεί, δρα επικουρικά στην συνοχή της.

Παράλληλα, ο θετικός αυτοπροσδιορισμός των δρώντων μέσω του ρήματος «ΕΙΜΑΣΤΕ» στην φράση «ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΙΚΟΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ» (Εικόνα 16), σε συνδυασμό με το ονοματικό σύνολο «ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ» που χρησιμοποιείται μεταφορικά και υποδηλώνει το Καλό[18] λειτουργεί θετικά προς την προαναφερθείσα συνοχή.  Στην ίδια λογική λειτουργεί και η επιφωνηματική φράση «ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ» (Εικόνα 17). Το ουσιαστικό «ΙΣΤΟΡΙΑ» καταγράφεται ως έννοια, ως διαδικασία στην οποία καταγράφονται τα σημαντικά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα σε κάθε κοινωνία. Έτσι αντιλαμβάνονται οι δρώντες στα πλαίσια του Δεκέμβρη του 2008 την δράση τους και ανακοινώνουν επιφωνηματικά «ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ». Η καταγραφή των δρώντων  και της συλλογικής τους δράσης στην ιστορία –και μάλιστα για μια δράση που δεν έχει ολοκληρωθεί-  δηλώνει την πεποίθηση των δρώντων για την σημαντικότητα της δράσης τους και τους ενοποιεί περαιτέρω αναβαθμίζοντας τον ρόλο που αποδίδουν στην δράση τους.

Ταυτόχρονα, η φράση «ΕΛΑΣ ΣΚΑΤΑ ΘΑ ΦΑΣ» (Εικόνα 18), δηλώνει την άμεση στοχοποίηση της αστυνομίας, ως σύμβολο δολοφόνου. Η ρηματική ενέργεια που αναγγέλεται πέραν του να δηλώνει το στόχο της φυσικής αντιπαράθεσης των δρώντων με την αστυνομία λειτουργούν και ως μέσο φραστικής οριοθέτησης από τον αντίπαλο, μέσω της εξύβρησής του.

Ο συνδυασμός με το «ΒΙΑ ΣΤΗ ΒΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ» (Εικόνα 19), αναδεικνύει την απόπειρα βίαιης αντιπαράθεσης των δρώντων, ως συλλογική αυτοάμυνα απέναντι στους φορείς εξουσίας που ασκούν βία. Αμφισβητεί παράλληλα το ιδεολογικά προσδιορισμένο κριτήριο περί νόμιμης άσκησης βίας από το κράτος[19]. Η λεκτική αποτύπωση της συγκεκριμένης ενέργειας στόχο έχει να νομιμοποιήσει την συγκεκριμένη επιλογή στα πλαίσια της συλλογικής δράσης.

 Το αίτημα για ανατροπή της κυβέρνησης υπό την πίεση της συλλογικής δράσης: «ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ» (Εικόνα 20), συνδέεται με τον αρνητικό αξιολογικό χαρακτηρισμό της κυβέρνησης «ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ». Ο χαρακτηρισμός της κυβέρνησης στόχο έχει να επιβεβαιώσει το δίκαιο της συλλογικής δράσης και να ενισχύσει τη συνοχή της.
Τέλος, ιδιαίτερη αξία έχει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στην για πρώτη φορά μαζική συγγραφή συνθημάτων σε ξένες γλώσσες –και ιδιαίτερα στην αγγλική-. Οι φραστικές δομές «FUCK MAY 68 FIGHT NOW» (Εικόνα 21) και «NOUS AVON LA RAGE» (Εικόνα 6), έχουν ένα κοινό και δύο επιμέρους διαφορετικούς στόχους. Κοινός στόχος αποτελεί η απόπειρα των δρώντων να διευρύνουν τους υποστηρικτές της δράσης τους και να αναπτύξουν δεσμούς αλληλεγγύης με αντίστοιχες κοινωνικές ομάδες και δρώντες έξω από τα εθνικά σύνορα[20].

Οι δύο επιμέρους στόχοι είναι στην μεν πρώτη περίπτωση, η σύνδεση του Μάη του 1968 -ίσως της πιο κοντινής χρονικά και μαζικότερης πανευρωπαϊκά εξέγερσης- με τον «Δεκέμβρη». Η σύνδεση που επιχειρείται δεν έχει την ίδια λειτουργία με την περίπτωση της υπόρρητης αναφοράς στην δολοφονία Τεμπονέρα. Η συγκεριμένη αναφορά υποβαθμίζει λεκτικά τον Μαή του 68 με στόχο να ενισχυθεί η προκείμενη συλλογική δράση μέσω της μετατροπής των παρατηρητών της σε ενεργούς μετέχοντες. Ταυτόχρονα, η αναφορά στην συγκεκριμένη εξέγερση, στόχο έχει να αυτοπροσδιοριστούν ο «Δεκέμβρης» και οι δρώντες του σαν μια συλλογική τομή στην συλλογική δράση. Να αναδειχθεί η συγκεκριμένη δράση σαν κάτι νέο που καταφέρνει να συγκριθεί με τον Μάη του 68, να τον υπερβαίνει και σε συνδυασμό με το δίκαιο της δράσης να παρακαμφθεί το κόστος και η απειλή ανάληψης δράσης.

Στην δέυτερη περίπτωση, η συγγραφή του συνθήματος στη γαλλική αποτελεί αυτούσια αποτύπωση του συνθήματος της συλλογικής συγκρουσιακής δράσης που αναλήφθηκε το 2005 στα Γαλλικά προάστεια, συλλογικό σώμα των οποίων αποτέλεσαν οικονομικά και κοινωνικά ασθενείς ομάδες της Γαλλίας, κυρίως μετανάστες. Η συγκεκριμένη δράση είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Γαλλία αλλά και πανευρωπαϊκά έτυχε μεγάλης απήχησης και αλληλέγγυων συλλογικών δράσεων. Η σύνδεση που υπόρρητα επιχειρείται, είναι να συνδεθεί το κοινωνικό υποκείμενο της γαλλικής εξέγερσης με αυτό του Δεκέμβρη του 2008 και συνολικά τα δύο γεγονότα ως μεγάλες στιγμές ανάπτυξης της κινηματικής δράσης στην Ευρώπη.


6.      ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Συμπερασματικά, μέσω της γλωσσικής χρήσης τους, οι δρώντες στα πλαίσια της εξεγερσιακής συλλογικής δράσης του Δεκέμβρη του 2008, εισέρχονται σε αυτήν κατασκευάζοντας μια νέα συλλογική ταυτότητα η οποία αποτελεί τη μίνιμουμ συμφωνία δράσης που κατακτάται και έχει ως αποτέλεσμα την ανάληψη συλλογικής δράσης από άτομα ή ομάδες που στο παρελθόν δεν είχαν επιδείξει αντίστοιχες συγκλίσεις και συλλογική κινηματική συμπεριφορά. Μέσω της συλλογικής ταυτότητας του, το συλλογικό υποκείμενο του «Δεκέμβρη», καταφέρνει να διαμορφώσει συμμαχίες και να παράξει αλληλεγγύη υπέρ της δράσης του σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, επιτυγχάνει την οριοθέτηση από τους αντιπάλους που θέτει αλλά και την αντιπαράθεση με αυτούς. Επιχειρεί την νομιμοποίηση της δράσης του και μέσω αυτής την ενίσχυση της εσωτερικής συνοχής του καθώς επίσης και την μείωση του κόστους ανάληψης μιας τέτοιας συγκρουσιακής συλλογικής δράσης. Διαμορφώνεται έτσι αρχικά, μια συλλογική ταυτότητα διεθνιστική, με ιστορικές αναφορές που όμως επιχειρεί να προσδώσει στον εαυτό της ένα στοιχείο τομής και συνέχειας σε σχέση με την παλαιότερη και πρόσφατη κινηματική εμπειρία.

Η γλωσσικά διαμορφούμενη συλλογική ταυτότητα που κατασκευάζεται μέσω επιλογών σε λεκτικό και φραστικό επίπεδο, περιλαμβάνει τον χαρακτηρισμό του κράτους, της κυβέρνησης και της αστυνομίας ως δυνάμεις καταστολής και συλλογικά υπεύθυνων για την δολοφονία του 15χρονου μαθητή. Μαζί τους αποδίδονται στο οικονομικό σύστημα και στις ελίτ του ληστρικές διαθέσεις απέναντι στην κοινωνική πλειοψηφία. Η ταυτότητα που διαμορφώνεται καθίσταται ως εκ τούτου, αντικατασταλτική, αντικυβερνητική, αντιεμπορευματική, αντιθεσμική και αντισυστημική.  Η για πρώτη φορά μέσω της συλλογικής δράσης, αμφισβήτηση του μονοπωλίου της κρατικής βίας, αποτυπώνεται και στις λεκτικές επιλογές επιτείνοντας το στοιχείο της συγκρουσιακότητας, προσπαθώντας παράλληλα να νομιμοποιήσει το στοιχείο της συλλογικής βίας. Οι συνεχείς αναφορές στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης και της καταδίκης της δολοφονίας, και ταυτόχρονα η αυτοαναφορική επίκληση σε ένα καλύτερο μέλλον αναδεικνύει την ανάγκη για βελτίωση των όρων ζωής των δρώντων.

Συνολικά, η ταυτότητα που διαμορφώνεται και αναδεικνύεται μέσω της λεκτικής εκφοράς κατά τη διάρκεια του «Δεκέμβρη», κατασκευάζει μια εικόνα ξεφεύγει από τα συμβατικά πλαίσια διεκδίκησης μιας συλλογικής δράσης. Ξεφεύγει από τα πλαίσια διαπραγμάτευσης οικονομικών όρων και αιτημάτων με την κυβέρνηση και το κράτος˙ «επιτίθεται» στις δυνάμεις καταστολής και συνδέει το συνολικό θεσμικό πλαίσιο με την ηθική αυτουργία στην δολοφονία του 15χρονου μαθητή και την χειροτέρευση των όρων κοινωνικής αναπαραγωγής. Καταλήγει έτσι να το απορρίπτει μη απευθύνοντάς του συγκεκριμένα αιτήματα και να επιχειρεί να αυτοπροσδιορίσει τη «ανορθόδοξη» δράση του ως δράση συνολικής υπέρβασης του σε σύνδεση με το κινηματικό παρελθόν αλλά και με την αλληλεγγύη που επιχειρεί να προκαλέσει. Οδηγούμαστε έτσι σε μια νέα, ιδεολογικού χαρακτήρα πλαισίωση της συλλογικής δράσης μέσω της χρήσης των γλωσσικών μέσων.

Η γλώσσα –σε συνδυασμό με άλλα σημειωτικά συστήματα που την πλαισιώνουν- αναδεικνύεται έτσι, ως το μέσο εκείνο που -μέσω των πολλαπλών κοινωνικά προσδιοριζόμενων νοημάτων και υπονοημάτων που παράγει- διαμορφώνει, σε ένα βαθμό, τα χαρακτηριστικά των δρώντων αλλά και της ίδιας της εξεγερσιακής συλλογικής δράσης του Δεκέμβρη του 2008.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Blommaert, J. (2005). Discourse. A Critical Introduction. New York: Cambridge University Press.
Bucholtz, M. & K. Hall (2004). “Language and Identity”. Στο Duranti, A. (επιμ.). A Companion to Linguistic Anthropolgy. Oxford: Blackwell, pp. 369-394.
Bucholtz, M. & K. Hall (2005). “Identity and Interaction: A Sociocultural Linguistic Approach”. Discourse Studies 7: 585-614.
Fairclough, N. and Wodak, R. (1989). “Critical Discourse Analysis”. Στο van Dijk, T.A. (επιμ.), Discourse Studies: A Multidisciplinary Introduction. Vol. 2. London: Sage, pp. 258- 284.
Halliday, M.A.K. (1973). “The functional basis of language”. Στο Bernstein, B. (επιμ.). Class, code and control, V.II. London: Routhledge & Kegan Paul, pp. 346-366.
Kress, G. and van Leeuwen, T. (1996). Reading Images: The Grammar of Visual Design. London: Routhledge.
Melucci, A. (1995). “The Process of Collective Identity”. Στο Johnston, H. & B. Klandermans (επιμ.). Social Movements and Culture. Minneapolis: University of Minnesota Press, pp. 41-63.
Melucci, A. (1996). Challenging Codes: Collective action in the information age. Cambridge: Cambridge University Press.
Αρχάκης. Α. & Μ. Κονδύλη (2011). Εισαγωγή σε ζητήματα κοινωνιογλωσσολογίας. Αθήνα: Νήσος, 3η έκδοση.
Αρχάκης, Α. & Β. Τσάκωνα (2011). Ταυτότητες Αφηγήσεις και Γλωσσική Εκπαίδευση. Αθήνα: Πατάκης.
Della Porta, D. & M. Diani (2010).    Κοινωνικά Κινήματα: Μια Εισαγωγή (μτφρ.: Μ. Γιαταγάνας, επιμ.: Σ. Σεφεριάδης). Αθήνα: Κριτική.
Χαριτάτου- Συνοδινού, Μ. (2010). Στάχτη και… Burberry: Ο Δεκέμβρης 2008 μέσα από συνθήματα, εικόνες και κείμενα. Αθήνα: ΚΨΜ.
Χατζηστεφάνου, Α. (2009). Δεκέμβρης ΄08: Ιστορία Ερχόμαστε…Κοίτα τον Ουρανό. Αθήνα: Λιβάνης.



[1] Τροποποιούμε τον όρο γλωσσικό περιβάλλον (linguistic landscape) που χρησιμοποιείται σε ερευνητικές απόπειρες που -από διαφορετικές αφετηρίες και με διαφορετικά αντικείμενα έρευνας- προσεγγίζουν την μελέτη της γραφής (writing) στα πλαίσια των αστικών περιοχών και περιβάλλοντων (πρβλ. σχετικά, Gorter, D. (2006) (ed.) Linguistic Landscape: A new approach to multilingualism, Multilingual Matters Ltd και Gorter, D. & E. Shohamy. (2009) (ed.) Linguistic Landscape: Expanding the Scenery, New York: Routledge).
[2]  Η χρήση του όρου κεντρικό στοιχείο γίνεται με την έννοια ότι, χωρίς αυτή, –τη γλώσσα- ο Δεκέμβρης του 2008 δεν θα ήταν ίδιος. Η γλώσσα αποτελεί το στοιχείο εκείνο που διαμορφώνει την εικόνα της συλλογικής δράσης. Δεν ισχυριζόμαστε, ότι αποτελεί καθοριστικό στοιχείο εμφάνισης και ανάπτυξης του συγκεκριμένου Συμβάντος ή εν γένει, συλλογικών συγκρουσιακών δράσεων και Συμβάντων.
[3] Με τους οποίους, και αυτό πρέπει να επισημανθεί, μπορεί ποτέ στο παρελθόν να μην είχαν κοινά σημεία στα πλαίσια μιας συλλογικής δράσης ή να μην είχαν την ίδια άποψη -θετική ή αρνητική αντίστοιχα- για άλλες συλλογικές διεργασίες και δράσεις.
[4] Δανείζομαι τον όρο που χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τον Δεκέμβρη του 2008 στα πλαίσια του Διεθνούς Συνεδρίου «Εξεγερσιακές Συλλογικές Δράσεις σε Συγκριτική Προοπτική: θεωρητικοί προβληματισμοί και αινίγματα», που διοργανώθηκε από τον «Κύκλο Συγκρουσιακής Πολιτικής» στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στις 9-11 Δεκεμβρίου του 2009.
[5] Ενδεικτικά Melucci, 1995, 1996; Mc Adam, Tarrow & Tilly, 2004; Della Porta & Diani, 2010.
[6] Ακόμη και συντηρητικά σκεπτόμενοι άνθρωποι που αναγνωρίζουν την ιδεολογικά προσδιοριζόμενη ανάγκη εθνικής ασφάλειας και διατήρησης της δημόσιας τάξης και αποδίδουν τον ρόλο της διασφάλισης των παραπάνω στην αστυνομία, καταδικάζουν την πράξη του ειδικού φρουρού.
[7] Σε καμία περίπτωση –και αυτό πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα- οι δρώντες που αποφασίζουν να εμπλακούν στην δράση του Δεκέμβρη του 2008 δεν αποτελούν ένα συμπαγές σύνολο, όπως αναφέραμε. Γι αυτό και δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια συμπαγή ταυτότητα που κατασκευάζεται από κοινού από τους δρώντες ή την οποία ενστερνίζονται αυτούσια.
[8] Για μια συνοπτική και συνεκτική περιγραφή σχετικής βιβλιογραφίας πρβλ. Blommaert (2005: 204 κ.εξ.). Στην ελληνική βιβλιογραφία, μια αντίστοιχη συνοπτική και συνεκτική παρουσίαση βιβλιογραφίας γίνεται στο Αρχάκης & Τσάκωνα (2010: 24).
[9] Που κατασκευάζεται μέσω της γλωσσικής χρήσης.
[10] Η συκγκεκριμένη διαδικασία οριοθέτησης που περιγράφεται είναι βασισμένη στην άποψη των Bucholtz & Hall (2004: 382-87) σχετικά με τις Τακτικές Διϋποκειμενικότητας (Tactics of  Intersubjectivity) ως σχέσεις που δημιουργούνται μέσω των ταυτοτήτων.
[11] Στην οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, απουσιάζουν –ή δεν παίζουν καθοριστικό ρόλο- οι συμβατικές οργανωτικές αρχές αλλά και ταυτόχρονα συνευρίσκονται και συνδιαλέγονται άτομα και ομάδες διαφορετικών κοινωνικοπολιτικών υποβάθρων και αναπαραστάσεων που δεν έχουν εμφανιστεί ξανά με σχετικά ενιαίο τρόπο στις μεταπολιτευτικές κοινωνικές και πολιτικές συλλογικές διαδικασίες.
[12] Οι φωτογραφίες στο Παράρτημα θα έχουν την ένδειξη: «Δεκέμβρης ΄08: Ιστορία Ερχόμαστε…Κοίτα τον Ουρανό», «Στάχτη και…Burberry», «προσωπική συλλογή», αντίστοιχα.
[13] Προφανώς δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι η συγκροτημένη άποψη αυτών των ομάδων αλλά και η γλωσσική τους έκφραση επέδρασε, σε ένα βαθμό, στην γλωσσική εκφορά των δρώντων του Δεκέμβρη του 2008. Ωστόσο δεν αποτέλεσε την λεκτικά εκφρασμένη συμφωνία του «Δεκέμβρη».
[14] Για μια συνοπτική παρουσίαση του συστήματος της μεταβιβαστικότητας (transitivity) καθώς και της συνοπτικής παρουσίασης της οπτικής του Halliday M. A. K. σχετικά με την οργάνωση του σημασιολογικού επιπέδου, Πρβλ. Αρχάκης & Κονδύλη (2004: 97-98).
[15] Ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός που αναγράφεται σε πανό του συλλόγου φοιτητών Αρχιτεκτονικής του Ε.Μ.Π., αναγράφεται και σε πανό που είχαν αναρτηθεί την συγκεκριμένη περίοδο στην Νομική αλλά και ηγούνταν των πορειών που λάμβαναν χώρα σε πολλές πόλεις της Ελλάδας.
[16] Που εν πολλοίς εμπεριέχει και τους αξιολογικούς χαρακτηρισμούς που πραγματοποιούνται από τους δρώντες στο πρώτο επίπεδο της λέξης.
[17]  Κατά την περίοδο του Δεκέμβρη του 2008, σε κεντρικά  ΑΕΙ που βρίσκονται στο κέντρο της Αθήνας (Νομική, ΑΣΟΕΕ, ΕΜΠ) αλλά και σε μεγάλες πόλεις της χώρας, είχαν δημιουργηθεί κέντρα ανοιχτών συζητήσεων και λήψεων αποφάσεων και δράσης μεταξύ σωματείων, συλλόγων, οργανώσεων και μεμονομένων δρώντων του «Δεκέμβρη» που δεν μπορούσαν να εκφραστούν μέσα από τους θεσμικούς συλλογικούς φορείς (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ). Οι χώροι αυτοί έρχονταν ανοιχτά σε αντιπαράθεση μέσω της λειτουργίας τους, με το μοντέλο αντιπροσώπευσης και ανάθεσης που αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της σύχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η ύπαρξη αυτών των οργανωτικών δομών ενισχύει την συνοχή της συλλογικής δράσης και την λεκτική έκφρασή της.
[18] Και είναι κοινώς αποδεκτή η χρήση του συγκεκριμένου ονοματικού συνόλου για την εννοιοδότηση του Καλού.
[19]  Το συγκεκριμένο στοιχείο είναι εξαιρετικά σημαντικό να τονιστεί καθώς ο Δεκέμβρης του 2008 αποτέλεσε την πρώτη φορά που συλλογική δράση στα μεταπολιτευτικά χρονικά αμφισβήτησε με τόσο μαζικό τρόπο το μονοπώλιο της κρατικής βίας.
[20] Οι δράσεις αλληλεγγύης που αναπτύχθηκαν σε πρεσβείες και προξενεία της Ελλάδας ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδεικνύει ότι ο στόχος των δρώντων επετεύχθει σε ένα βαθμό.